αμμοκονίαμα

αμμοκονίαμα
Τεχνητό συσσωμάτωμα, κατασκευασμένο με κόκκους άμμου, που συγκρατούνται με κάποιο συνθετικό υλικό, όπως το τσιμέντο ή ο ασβέστης. Το α. χρησιμοποιείται με τη μορφή πολτού για τη σύνδεση και συγκράτηση τούβλων, για την κατασκευή λιθοδομών ή και για την κατασκευή επιχρισμάτων (σοβάδων). Σήμερα το α. κατασκευάζεται κυρίως με μηχανικά μέσα. Η αντοχή του εξαρτάται από την ποιότητα του συνδετικού υλικού και την ποσότητα του νερού.
* * *
το
ο σοβάς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + κονίαμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek

  • έμπλεκτος — η, ο (AM ἔμπλεκτος, ον) πλεγμένος, συνδεμένος με πλοκή αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὀ ἔμπλεκτον είδος τοιχοδομίας κατά την οποία τα εξωτερικά μέρη τού τοίχου οικοδομούνται με χοντροπελεκημένες πέτρες και τα ενδιάμεσα κενά γεμίζονται με χαλίκια (και …   Dictionary of Greek

  • αμμοκονίαση — η [*αμμοκονιώ ( άω)] επίχριση με αμμοκονίαμα, σοβάντισμα …   Dictionary of Greek

  • αμμοκονιαστής — ο [*αμμοκονιώ ( άω)] τεχνίτης που επιχρίει τους τοίχους με αμμοκονίαμα, σοβατζής …   Dictionary of Greek

  • απαλάμιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει παλαμιστεί, επιχριστεί με πίσσα («ἀπαλάμιστο καΐκι») 2. εκείνος που δεν έχει επιχριστεί με σοβά, αμμοκονίαμα («ἀπαλάμιστος τοῑχος») …   Dictionary of Greek

  • κουρασάνι — και κορασάνι, το τοιχοδομικό κονίαμα από τριμμένο κεραμίδι και άμμο, αμμοκονίαμα, αλλ. λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. horasan] …   Dictionary of Greek

  • λιθοδομή — η κατασκευή τοίχου με λίθους, με ή χωρίς αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δομή (< δέμω), πρβλ. ξυλο δομή, οικο δομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …   Dictionary of Greek

  • λιθοδομία — η 1. η κατασκευή τοίχου από πέτρες, με ή χωρίς αμμοκονίαμα, λιθοδομή 2. μέρη οικοδομήματος κτισμένα με πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοδόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • σοβάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. (για βάκχες και εταίρες) αυθάδης, αναιδής 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + κατάλ. άς, άδος]. (II) και σουβάς, ὁ, Ν (οικοδ.) (κν. ονομ.) το επίχρισμα τοίχου, αλλ. αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siva] …   Dictionary of Greek

  • Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”