άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
έμπλεκτος — η, ο (AM ἔμπλεκτος, ον) πλεγμένος, συνδεμένος με πλοκή αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὀ ἔμπλεκτον είδος τοιχοδομίας κατά την οποία τα εξωτερικά μέρη τού τοίχου οικοδομούνται με χοντροπελεκημένες πέτρες και τα ενδιάμεσα κενά γεμίζονται με χαλίκια (και … Dictionary of Greek
αμμοκονίαση — η [*αμμοκονιώ ( άω)] επίχριση με αμμοκονίαμα, σοβάντισμα … Dictionary of Greek
αμμοκονιαστής — ο [*αμμοκονιώ ( άω)] τεχνίτης που επιχρίει τους τοίχους με αμμοκονίαμα, σοβατζής … Dictionary of Greek
απαλάμιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει παλαμιστεί, επιχριστεί με πίσσα («ἀπαλάμιστο καΐκι») 2. εκείνος που δεν έχει επιχριστεί με σοβά, αμμοκονίαμα («ἀπαλάμιστος τοῑχος») … Dictionary of Greek
κουρασάνι — και κορασάνι, το τοιχοδομικό κονίαμα από τριμμένο κεραμίδι και άμμο, αμμοκονίαμα, αλλ. λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. horasan] … Dictionary of Greek
λιθοδομή — η κατασκευή τοίχου με λίθους, με ή χωρίς αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δομή (< δέμω), πρβλ. ξυλο δομή, οικο δομή. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek
λιθοδομία — η 1. η κατασκευή τοίχου από πέτρες, με ή χωρίς αμμοκονίαμα, λιθοδομή 2. μέρη οικοδομήματος κτισμένα με πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοδόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
σοβάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. (για βάκχες και εταίρες) αυθάδης, αναιδής 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + κατάλ. άς, άδος]. (II) και σουβάς, ὁ, Ν (οικοδ.) (κν. ονομ.) το επίχρισμα τοίχου, αλλ. αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siva] … Dictionary of Greek
Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… … Dictionary of Greek